ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ

Παναγία Κουμπελίδικη ή Σκουταριώτισσα 

Στην ακρόπολη του βυζαντινού κάστρου της Καστοριάς, πολύ κοντά στο τείχος και τους δύο πύργους του, υψώνεται ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Μακεδονίας, η Παναγία Κουμπελίδικη, όπως είναι σήμερα γνωστή.

Το όνομά της οφείλεται στη λέξη «κουμπές», που σημαίνει τρούλος, και δημιουργήθηκε στην εποχή της τουρκοκρατίας, για να δηλώσει το κύριο χαρακτηριστικό του ναού, που είναι ο μοναδικός με τρούλο στην Καστοριά.

Η βυζαντινή του ονομασία ήταν, πιθανώς, Παναγία Σκουταριώτισσα και Ακαταμάχητος, προσωνύμια που αρμόζουν στην ιδιότητα της Θεοτόκου ως προστάτιδος των τειχών και απαντούν σε επιγραφή της στεφάνης του τρούλου. Για τη χρονολόγηση του μνημείου υπάρχουν διαφορετικές απόψεις.

Ο Στ. Πελεκανίδης υποστήριξε την πρωϊμότερη χρονολόγησή του στα μέσα του 9ου αιώνα, ο Ν. Μουτσόπουλος την τοποθετεί στα μέσα του 10ου αιώνα, μετά την επιδιόρθωση των τειχών της πόλης, ενώ υπάρχει και η άποψη που στηρίζεται στη μορφολογία της τοιχοποιίας του, η οποία ανεβάζει τη χρονολόγηση στις αρχές του 11ου αιώνα και μάλλον γύρω στο 1020, εποχή αποκατάστασης της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή από το Βασίλειο Β΄.

Ο ναός κτίστηκε στον τύπο του τρίκογχου σταυροειδούς με τρούλο και νάρθηκα. Η ισόδομη τοιχοποιία του διακοσμείται με οδοντωτές ταινίες και κεραμοπλαστικά γράμματα στους κάθετους αρμούς ή σε ζωφόρο, στοιχείο χαρακτηριστικό για τα μνημεία της Καστοριάς. Ο τρούλος έχει ψηλό και κυλινδρικό τύμπανο, διακοσμημένο με εφυαλωμένα αβάκια, που αναπτύσσονται σε τρεις ζώνες, και με κεραμοπλαστικά γράμματα. Από την αρχική φάση ανέγερσης του ναού δεν υπάρχουν στοιχεία τοιχογράφησης. Στο μεγαλύτερό του μέρος ο κυρίως ναός και ο εσωνάρθηκας διασώζει πολύ καλής ποιότητας διάκοσμο, που χρονολογείται στην περίοδο 1260-1280. Ξεχωρίζουν τα θέματα που σχετίζονται με το βίο της Θεοτόκου, όπως το Γενέσιο, τα Εισόδια, το Ύδωρ Ελέγξεως, η Μνηστεία και η Κοίμηση. Στην Κοίμηση ο Ιησούς αποδίδεται ένθρονος σε δόξα και αναλαμβανόμενος με την ψυχή της Θεοτόκου. Το σπανιότερο θέμα της ιστόρησης κοσμεί τη σκαφιδωτή καμάρα του εσωνάρθηκα: εδώ παριστάνεται η ανθρωπόμορφη Αγία Τριάδα με τον Παλαιό των Ημερών να φέρει στους κόλπους του το Χριστό Παντοκράτορα, ο οποίος βαστάει τη δόξα με το περιστέρι, που συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα. Το εικονογραφικό πρότυπο της παράστασης εντοπίσθηκε σε κώδικα της Βιβλιοθήκης της Βιέννης (Cod. Suppl. gr. 52) του 11ου-12ου αιώνα, όπου συνοδεύει την αναγραφή του Συμβόλου της Πίστεως κατά το ορθόδοξο δόγμα. Οι παραστάσεις αυτής της φάσης χαρακτηρίζονται για την ογκηρή τεχνοτροπία τους, την έντονη σωματικότητα των μορφών, τον πλατύ πράσινο προπλασμό, τα καστανοκόκκινα περιγράμματα, το μενεξελί και το ανοιχτό πράσινο χρώμα. Ανήκουν στο ρεύμα της παλαιολόγειας αναγέννησης και αποτελούν δημιουργία προικισμένου αγιογράφου. Το 15ο αιώνα ο ναός ανακαινίσθηκε με την προσθήκη εξωνάρθηκα και έγινε νέα τοιχογράφηση. Οι παραστάσεις κάλυψαν τον εξωτερικό δυτικό τοίχο με θέματα από το μαρτύριο του Προδρόμου και την Παναγία του Πάθους και ένα μέρος του εσωνάρθηκα με την παράσταση του αγίου Νικολάου. Οι εξωτερικές τοιχογραφίες χρονολογούνται στο 1496, σύμφωνα με κτητορική επιγραφή, η οποία μας πληροφορεί ότι ο δωρητής τους ονομαζόταν Ανδρόνικος. Στα μέσα του 17ου αιώνα, ο ναός ανακαινίσθηκε πάλι με νέα τοιχογράφηση, που σεβάστηκε τις αρχαιότερες φάσεις και κάλυψε τον εξωνάρθηκα και μέρος του ανατολικού τμήματος του ναού μαζί με την κόγχη του ιερού βήματος.

Ο ναός βομβαρδίστηκε το 1940 στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, και τότε έχασε το μεγαλύτερο μέρος του τρούλου του, ο οποίος αναστηλώθηκε το 1949. Το 1994 η 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων διενήργησε ανασκαφική έρευνα κοντά στο μνημείο, με αφορμή τις εργασίες αποκατάστασης των βυζαντινών πύργων της πλατείας Κουμπελίδικης, ενώ τα έτη 2002-2003 πραγματοποιήθηκε συντήρηση των τοιχογραφιών του ναού από συνεργείο της Προγραμματικής Σύμβασης του Δήμου Καστοριάς, του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και του Υπουργείου Πολιτισμού.

Βυζαντινές Εκκλησίες 

Αξίζει να επισκεφθείτε τις βυζαντινές εκκλησίες της, που χρονολογούνται από τον ένατο μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα. Στην Καστοριά είναι χτισμένες περισσότερες από 70 εκκλησίες. Οι νεώτερες από αυτές, είναι μικρές και βρίσκονται μέσα σε αυλές επειδή κατά κανόνα πρόκειται για οικογενειακά παρεκκλήσια.
Η Καστοριά λαμπρύνθηκε με τόσα περιώνυμα μνημεία και απέκτησε τέτοια αίγλη στη βυζαντινή εποχή, ώστε λίγες μόνο πόλεις της αυτοκρατορίας μπορούν να συγκριθούν μαζί της.
Η πληθώρα των μοναδικών μνημείων της χρονολογούνται από τα μέσα του 9ου έως το τέλος του 14ου αι. Εντυπωσιακή είναι η εξέλιξη της ναοδομίας και οι πολυάριθμες εκκλησίες μαρτυρούν την ανώτερη πολιτιστική και κοινωνική στάθμη της πόλης. Όλες σχεδόν είναι χτισμένες στον τύπο της τρίκλιτης ή της μονόκλιτης βασιλικής με νάρθηκα, εκτός από την Παναγία Κουμπελίδικη που είναι τρίκογχη.

Οι σημαντικότερες βυζαντινές εκκλησίες είναι: ο Άγιος Στέφανος, Επισκοπική έδρα, όπως υπαινίσσεται ο μοναδικός χτιστός επισκοπικός θρόνο με το χαμηλό σύνθρονο γύρω του, ο Ταξιάρχης, κοιμητηριακός ναός για την ταφή των ευγενών Καστοριανών που πιθανότατα χτίστηκε πάνω σε παλαιοχτιστιανική βασιλική, οι Άγιοι Ανάργυροι με το μοναδικό γλυπτό τους διάκοσμο, η Παναγία Κουμπελίδικη με το ιδιαίτερα ψηλό τρούλο, ο Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη, τον καθολικό της Παναγίας Μαυριώτισσας με τη αρχαΐζουσα βαθμιδωτή αψίδα και ο Άγιος Αθανάσιος, το τελευταίο μνημείο που χτίστηκε, πριν η πόλη πέσει στους Τούρκους.

Όλες οι εκκλησίες είναι χτισμένες με άριστη, ισόδομη και μάλλον ακανόνιστη τοιχοδομή από εγχώρια υλικά, με πλούσια εναλλαγή χρωμάτων και σχημάτων, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι ποικίλλονται από περίτεχνο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και τυφλά αψιδώματα, τα οποία συχνά διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Κύριο στοιχείο των τρίκλιτων βασιλικών είναι ο τονισμός του μεσαίου κλίτους με την έντονη υπερύψωση του φωταγωγού. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό, συνθέσεις με έντονη εκφραστική δύναμη και επιβλητικότητα, είναι αρκετά υψηλού εικονογραφικού και καλλιτεχνικού επιπέδου. Στα τοιχογραφημένα σύνολα των ναών της Καστοριάς αντιπροσωπεύονται όλες οι τάσεις της βυζαντινής ζωγραφικής:ο αρχαϊσμός της τέχνης των Μακεδόνων, ο αριστοκρατικός ιδεαλισμός, η "μνημειακή" αλλά και η "δυναμική" κομνήνεια τεχνοτροπία, ο ακαδημαϊσμός της κομνήνειας τέχνης, ο υστεροκομνήνειος μανιερισμός, η αντικλασική τάση, ο εξπρεσιονιστικός χαρακτήρας της τεχνοτροπίας των "Σταυροφόρων", η "ογκηρή" τεχνοτροπία και ο εκφραστικός ρεαλισμός της εποχής των Παλαιολόγων. Δεν είχε άδικο, επομένως, γνωστός βυζαντινολόγος όταν ισχυριζόταν ότι στα μνημεία της Καστοριάς διαγράφεται ανάγλυφα η πορεία της Βυζαντινής Τέχνης.

Ο μεγάλος αριθμός των κτητορικών και αφιερωματικών επιγραφών σώζεται μας πληροφορεί ότι οι χορηγοί που έχτισαν ή διακόσμησαν τις εκκλησίες αυτές ήταν ξενιτεμένοι Καστοριανοί, εξόριστοι άρχοντες, Καστοριανοί αριστοκράτες. Ο χορός των σπουδαίων αυτών τιτλούχων περιλαμβάνει αξιωματούχους, στρατιωτικούς διοικητές, στρατηγούς εκκλησιαστικούς άρχοντες, πλούσιους εμπόρους:το μοναχό Κωνσταντίνο, το Θεόδωρο Λημνιώτη με τη σύζυγό του Άννα Ραδηνή και το γιό τους Ιωάννη, το μοναχό Θεόφιλο Λημνιώτη, τον αυτοκράτορα Μηχαήλ Η' τον Παλαιολόγο και τον αδερφό του Μέγα Δομέστικο Ιωάννη, το μοναχό Μογίλα, τον ιερέα Θεόδωρο Λημνιώτη, τον "ελάχιστο ικέτη" Γεώργιο, τον πρίγκηπα Μιχαήλ Ασάνη και τη μητέρα του Ειρήνη Παλαιολογίνα, το βασιλιά Συμεών Ούρεσι Παλαιολόγο, το μάγιστρο Νικηφόρο Κασνίτζη και τη σύζυγο του Άννα, τους αδερφούς Στόγια και Θεόδωρου Μουζάκη και τον ιερομόναχο Διονύσιο. Οι περισσότεροι από αυτούς απεικονίζονται σε λαμπρές τοιχογραφημένες προσωπογραφίες, διδακτικές για τον πλούτο και τη δύναμη των αρχόντων του Βυζαντίου, που αποτελούν συνάμα μοναδικές μαρτυρίες για τους ανθρώπους, τη φορεσιά τους και για την τέχνη του τόπου.

Όλοι ανεξαιρέτως οι αιώνες έχουν να επιδείξουν σημαντικά έργα τέχνης, είτε τοιχογραφίες είτε φορητές εικόνες, η μελέτη των οποίων συμβάλλει στη κατανόηση της μακραίωνης πολιτιστικής πορείας της Καστοριάς, και βοηθάει στην ανίχνευση και απεικόνιση των ποικίλων ιστορικών εξελίξεων που σχετίζονται με την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της.

Ο 9ος, ο 10ος , και ο 11ος αι., είναι μια παραγωγική περίοδος με έντονη καλλιτεχνική παρουσία για την πόλη της Καστοριάς, όπως μαρτυρά το πλήθος των σωζόμενων μνημείων. ΟΙ αρχαιότερες τοιχογραφίες απαντούν στον Άγιο Στέφανο, στον Ταξιάρχη και στους Αγίους Αναργύρους. Ο 12ος αι. έχει να επιδείξει αξιοσημείωτα τοιχογραφημένα σύνολα, ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το δεύτερο στρώμα των Αγίων Αναργύρων (1170-1180) και ο Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη (1164-1191). Το πρώτο μισό του 13ου αι. αντιπροσωπεύεται από τις τοιχογραφίες του καθολικού της Μαυριώτισσας.

Πριν από τον 12ο αι. δεν έχουν σωθεί φορητές εικόνες. Αντίθετα το δεύτερο μισό του 12ου και ο 13ος αι. έχουν να παρουσιάσουν έργα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, που εφάμιλλα τους συναντούμε στα τοιχογραφημένα σύνολα των Ναών της Καστοριάς της ίδιας εποχής. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά δύο έργα που εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο της πόλης: την εικόνα με την αυστηρή κομνήνεια μορφή του προφήτη Ηλία, έργο μεγάλου καλλιτεχνικού κέντρου και την κύρια όψη της αμφίγραπτης εικόνας με τους αγίους Αναργύρους και δώδεκα σκηνές από το βίο τους, που έχουν εκτελεσθεί περίτεχνα πάνω σε ασημένιο βάθος.

Από το δεύτερο μισό του 13ου και το πρώτο μισό του 14ου αι. δεν σώζονται τοιχογραφίες στα μνημεία της Καστοριάς, με εξαίρεση τις τοιχογραφίες της Κουμπελίδικης του 1260-1280, αλλά και οι φορητές εικόνες είναι ελάχιστες. Από τα μέσα του 14ου αι. παρατηρείται, παρά τις πολιτικές ανακατατάξεις, μια έντονη οικοδομική και καλλιτεχνική δραστηριότητα και διαφαίνεται μια τάση αναδρομής σε παλαιότερα πρότυπα . Τα έργα αυτά είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του λυκόφωτος της βυζαντινής ζωγραφικής που , σε μια τελευταία προσπάθεια καλλιτεχνικής ανάτασης , αναζητά τα πρότυπά της στην παλαιολόγεια τέχνη του τέλους του 13ου και των αρχών του 14ου αι. Από την μνημειακή ζωγραφική αξίζει να αναφερθούν οι τοιχογραφίες του δευτέρου στρώματος του Ταξιάρχη με τις σκηνές των Παθών του Χριστού , του 1359/60 , καθώς και αυτές που κοσμούν το ναό του Αγίου Αθανασίου του Μουζάκη , του 1384/85.

Από τις φορητές εικόνες της περιόδου αυτής , που προέρχονται από τους πολυάριθμους βυζαντινούς ναούς της πόλης και κοσμούν το Βυζαντινό Μουσείο , αξίζει να αναφερθούν αυτές που μπορούν να αποδοθούν είτε στη παραγωγή μεγάλων καλλιτεχνικών κέντρων , είτε σε αυτήν τοπικών εργαστηρίων υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης: Η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα με την αφιερωματική επιγραφή του μοναχού Νείλου , η εικόνα με τη Παναγία Γλυκοφιλούσα αφιέρωμα του πιστού Θεοδοσίου και η ωραία εικόνα με την Κοίμηση της Θεοτόκου, στην οποία ο ανώνυμος καλλιτέχνης πρωτοτυπεί και προσθέτει στο ημιχόριο των αποστόλων , ιεραρχών και αγίων γυναικών, αυτό των αγγέλων και αρχαγγέλων .


Μοναστήρια 

Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας

Χτισμένη το 1082 στους χρόνους του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού,  αυτός ο Βυζαντινός θησαυρός βρίσκεται σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το κέντρο της Καστοριάς, δίπλα ακριβώς στα νερά της Λίμνης Ορεστιάδα. Το καθολικό της μονής ανήκει στην κατηγορία των μονόχωρων, ξυλόσκεπων βασιλικών. Στα ανατολικά του ναού η αψίδα του ιερού είναι ημικυκλική, ενώ στα δυτικά εμφανίζεται ένας ευρύχωρος νάρθηκας. Κατά την διάρκεια των αιώνων έχουν γίνει διάφορες επισκευές στο κτίσμα, με αποτέλεσμα να καταστραφεί μεγάλο μέρος της αγιογράφησης. Οι τοιχογραφίες που διακρίνονται στον ανατολικό τοίχου καθολικού της μονής, τοποθετούνται μισό του 12ου αιώνα και η παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στον ανατολικό και νότιο τοίχο του νάρθηκα, στο τέλος του. Οι εξωτερικές τοιχογραφίες, που απεικονίζουν Αυτοκράτορες και τους Αγίους Δημήτριο και Γεώργιο, τοποθετούνται γύρω στο 1260. Πρόσφατα επέστρεψε στην μονή μια σπάνια εγχάρακτη πλάκα- τυπογραφική μήτρα που αναπαριστά την Κοίμηση της Θεοτόκου. Με αυτή την πλάκα, οι μοναχοί τύπωναν γκραβούρες. Σύμφωνα με την επιγραφή της, κατασκευάστηκε το 1749 στη Βιέννη για λογαριασμό της μονής, με δαπάνη του Καστοριανού Μανουήλ Τσιατλάμπαση. Στο χώρο της μονής υπάρχουν  και άλλα μεταγενέστερα κτίσματα, το μουσείο και ένα παρεκκλήσι στη μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.

Μονή Αγίων Αναργύρων Μελισσοτόπου

Θεμελιώθηκε επί δυναστείας Κομνηνών (1080). Βρίσκεται μέσα σε ένα πυκνό δάσος, κοντά στο χωριό Μελισσότοπος και είναι η αρχαιότερη μονή του Νομού. Το πρώτο μοναστηριακό συγκρότημα ήταν για σχεδόν τέσσερις αιώνες αφιερωμένο στον Άγιο Παντελεήμονα. Μετά την άλωση της Πόλης, το μοναστήρι τιμά και την μνήμη των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Στα επόμενα χρόνια μονάζουν εκεί Άγιες μορφές. Κορυφαίος ο Όσιος Νεκτάριος, που ασκήτευσε στο μοναστήρι   μετά το 1460. Η μονή θα γνωρίσει τη δεύτερη άνθηση της το 1754, χρονιά που ο Γεράσιμος από την Σίφνο θα εγκατασταθεί εκεί. Οι αιώνες που θα ακολουθήσουν θα οδηγήσουν το μοναστήρι σε παρακμή, με αποκορύφωμα  τη μεγάλη φωτιά του 1947. Το σημερινό καθολικό της μονής εγκαινιάστηκε στις 8 Μαΐου  του 1858 και μέχρι σήμερα εντυπωσιάζει με τις λιθοανάγλυφες και μαρμαροανάγλυφες παραστάσεις. Ιδιαίτερα σημαντικό το τέμπλο, στο οποίο οι παλαιότερες εικόνες χρονολογούνται από το 1763. Ακόμα εντυπωσιάζει στη βάση του σταυρού η παράσταση του δεκαεξάκτινου αστεριού της Βεργίνας. Το 19ο αιώνα λειτουργούσε στη μονή Ιερατική Σχολή, ενώ το 1754 για πρώτη φορά και σχολείο. Καθώς ήταν αφιερωμένη σε δυο γιατρούς, άτομα με ανίατες ψυχικές και σωματικές ασθένειες έβρισκαν καταφύγιο σε αυτήν. Μόλις το  1960 έπαψε να λειτουργεί η πτέρυγα που δεχόταν ασθενείς και άπορους ηλικιωμένους. Η προσφορά των μοναχών ήταν σημαντική και κατά τη ν διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα. Στα τέσσερα Λείψανα της μονής ορκίζονταν τα παλικάρια, από τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Την περίοδο ακμής της μονής, σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, υπήρχε μεγάλη βιβλιοθήκη με αξιόλογα χειρόγραφα και βιβλία. Μετά όμως από την μεγάλη πυρκαγιά του 1947, ο μεγαλύτερος όγκος από αυτά καταστράφηκε. Από το 2001 το μοναστήρι έχει νέα βιβλιοθήκη, στους ίδιους χώρους που στέγαζαν την προηγούμενη, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες Θεολογικές βιβλιοθήκες της δυτικής Μακεδονίας. Επίσης διαθέτει ένα εντυπωσιακό αρχείο εφημερίδων και περιοδικών. Μετόχια της Ιερής Μονής είναι: α) Ταξιαρχών Τσούκας, β) Αγίου Νικολάου Κορομηλιάς, γ) Αγίου Γεωργίου Επταχωρίου, δ) Ταξιαρχών Αετού κ.ά.

Μονή Αγίας Παρασκευής Βασιλειάδας

Μέχρι τις 23 Ιουνίου του 1991 αποτελούσε μετόχι και εκκλησιαστικό παράρτημα της μονής των Αγίων Αναργύρων Μελισσότοπου, η οποία της παραχώρησε αυτοτέλεια και έγινε ανεξάρτητη. Η  παράδοση θέλει τους χώρους της μονής να είναι μέχρι την απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912-13), τσιφλίκι Τούρκου μπέη ο οποίος είχε στην δούλεψη του πολλούς χριστιανούς, που είχαν δημιουργήσει δικό τους οικισμό. Αυτός ήταν και ο λόγος που έχτισε έναν μικρό ναό, τον αρχικό της μονής, ο οποίος  και καταστράφηκε. Από επιγραφή που φιλοτέχνησε ο αγιογράφος της μονής, μαθαίνουμε ότι αγιογραφήθηκε «δια χειρός Μιχαήλ» τον Ιούνιο του 1852.
Πνευματικός γεννήτορας υπήρξε ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Σεβαστιανός Στεφανόπουλος, ο οποίος και θεμελίωσε την πρώτη πτέρυγα της μονής, είκοσι πέντε μόλις μέτρα από το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Το 1970 η πτέρυγα ήταν έτοιμη, ενώ ο πλινθόκτιστος μικρός ναός κατεδαφίστηκε για να πάρει την θέση του ένας μεγαλύτερος, τρισυπόστατος ναός. Το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο του μοναστηριού, είναι σε ρυθμό σταυροειδούς βασιλικής με τρούλο και θεμελιώθηκε από το Μητροπολίτη Καστοριάς Γρηγόριο Γ΄ στις 20 Μαΐου του 1991. Ο τρισυπόστατος κύριος  ναός είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου και στην Αγία Αικατερίνη.

Μονή Γενέθλιου Θεοτόκου Κλεισούρας

Σε υψόμετρο 970 μέτρων το 1314, ένας Κλεισουριώτης ιερομόναχος, ο Νεόφυτος, ίδρυσε τη μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου. Κλεισουριώτης μοναχός ήταν και αυτός που ξαναέδωσε ζωή στο μοναστήρι το 1813, ο Ησαΐας Πήστας από την μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, ο οποίος επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μετά από όραμα της Παναγίας.
Η εκκλησία είναι ρυθμού τρίκλιτης, ξυλόστεγης, τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα μεγάλο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι χτισμένο το καθολικό. Οι αξιόλογες τοιχογραφίες της είναι έργο των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Ξεχωριστό είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της το οποίο χρυσώθηκε το 1772 από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι, περιοχή φημισμένη για τους αγιογράφους, τους αργυρο-χρυσοχόους, τους ξυλογλύπτες (ταλιαδόρους) και τους χαλκογράφους της. Στη μονή υπάρχει και μια θέση για λείψανα που δημιουργήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, επίσης από Λινοτοπίτες.
Στα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα περιθάλπει και φιλοξενεί Μακεδονομάχους. Στους χώρους της ο Παύλος Μελάς συγκροτεί τους πυρήνες του αγώνα. Στα μετέπειτα χρόνια, δεν υπάρχει μοναστική αδελφότητα. Ασκητεύει μονάχη της εκεί, η γερόντισσα Σοφία από τον Πόντο. Δουλεύει με ζήλο μέχρι τα βαθιά της γεράματα και θεωρείται από πολλούς Αγία. Τα λείψανά της σώζονται στη μονή, η οποία από το 1993 λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή. Από το 1933 επίσης, αποτελεί μετόχι της μονής Αγίων Αναργύρων Μελισσότοπου.

Μονή Αγίου Αθανάσιου Ζηκοβίτσας 

Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Σπήλιο, Άγιος Ηλίας, Κερασώνα και Δαμασκηνιά και σύμφωνα με δυο παλιά τουρκικά φιρμάνια, χτίστηκε το 1629 και ανακαινίσθηκε το 1747. Το καθολικό είναι μονόκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με θολοσκέπαστη ευρύχωρη λιτή, της οποίας οι θόλοι δεν φαίνονται εξωτερικά, γιατί ο ναός είναι σκεπασμένος με σαμαρωτή στέγη.
Ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που χρονολογούνται το 1785, ενώ το τέμπλο το 1784. Οι τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν από το Χιοναδίτη Μιχαήλ και το Δημήτριο Μπορπτουτζιώτη. Σημαντικός ο ρόλος του μοναστηριού στον τομέα των γραμμάτων. Από το 1872 μέχρι το 1885 λειτουργεί σχολείο και οικοτροφείο, όπου φοιτούν μαθητές από τα χωριά της περιοχής και αποφοιτούν σπουδαίου δάσκαλοι.

Μονή Αγίου Νικολάου Τσιρίλοβου

Τα κτίρια του παλαιού μοναστηριακού συγκροτήματος πιθανότατα κτίστηκαν το 17ο αιώνα. Από τις 8 Ιουνίου του 1903, η μονή μπήκε ενεργά στο Μακεδονικό αγώνα. Ο Παύλος Μελάς σε επιστολή του, εκθειάζει τον Ηγούμενο Γρηγόριο για την φιλοξενία του και την υποδοχή που του επιφύλαξε το 1904, όταν βρέθηκε εκεί, για να γλυτώσει από τους διώκτες του, Πυρπολήθηκε την νύχτα της 26ης Φεβρουαρίου του 1905 με εντολή του Βουλγαρικού κομιτάτου. Ογδόντα άνδρες εισέβαλαν στην μονή και αφού την λεηλάτησαν, έβαλαν φωτιά στα κελιά των μοναχών. Ήταν μετόχι της μονής Αγίων Αναργύρων μέχρι το 1963, χρονιά που ξαναγεννιέται. Μετά από απόφαση του Μητροπολίτη Καστοριάς, ο Αρχιμανδρίτης Σεβαστιανός Στεφανόπουλος με δύο μοναχές, επαναλειτουργούν την μονή. Με απόφαση του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το μοναστήρι από ανδρικό γίνεται γυναικείο.

Μονή Παναγίας Φανερωμένης

Βρίσκεται 17 χιλιόμετρα από την πόλη της Καστοριάς, στην περιοχή της Αγίας Κυριακής του Δήμου Μεσοποταμίας. Σχεδόν όλες οι εκδοχές περιστρέφονται γύρω από το λεχθέν ότι πριν μερικές δεκαετίες εμφανίστηκε σε τρία κοριτσάκια η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος. Στον τόπο όπου εμφανίστηκε η Παναγία κτίστηκε ο ναός και εκεί, πάλι με την υπόδειξη Της, βρέθηκε αγίασμα. Τόπος Θεοφανείας. Λιμάνι προστασίας και σωτηρίας του λαού της σε κάθε δυσκολία. Το καλοκαίρι του 2003 άρχισε η ανέγερση της μονής που σήμερα λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή. Στο μοναστήρι φυλάσσεται ως πολύτιμο κειμήλιο και φυλακτό ένα μικρό τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου καθώς και τεμάχια ιερών λειψάνων πολλών αγίων.

Μονή Ταξιαρχών Τσούκας

Ιδρύθηκε επί Αυτοκρατόρων Ανδρόνικου του Παλαιολόγου και Ειρήνης. Η παλιά τράπεζα της μονής, η οποία σώζεται, είναι ένα μοναδικό δείγμα μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής της πέτρας, χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο μνημείο από το 1961. Σώζονται επίσης και δύο ναοί, το καθολικό των Ταξιαρχών και της Ζωοδόχου Πηγής. Οι Ταξιάρχες θυμίζουν Μετέωρα, καθώς τα κτίσματα μοιάζουν να κρέμονται σε έναν μεγάλο βράχο, σε ύψος 150 μέτρα πάνω από τον παραπόταμο του Αλιάκμονα. Από το ναό, σώζονται τέσσερις μεγάλες εικόνες και κάποιες μικρές, μέρος του τέμπλου και αντίγραφο επιγραφής που αναφέρει έτος ιδρύσεως το 1255. Το μοναστήρι που είχε μεγάλη περιουσία σε κτήματα και ζώα , καταστρέφεται ολοσχερώς από πυρκαγιά πού έβαλαν Ιταλοί στρατιώτες το 1943. Είχε άβατο και για αυτό το λόγο οι γυναίκες μπορούσαν να προσκυνήσουν μόνο στον ναό της Ζωοδόχου πηγής.  Στην κόγχη του ιερού του μπορείτε ακόμα και σήμερα να ανακαλύψτε εξαίσιες λεπτομέρειες από τα χρώματα και την τέχνη της παλαιάς αγιογράφησης των τοίχων. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε στην περιοχή ένας σπάνιας αξίας σπήλαιο, βάθους 100 μέτρων.

Μονή Αγίου Ζαχαρία

Μεταβυζαντινό μοναστήρι, εντυπωσιακό μνημείο στο δήμο Νεστορίου πάνω στο Γράμμο, χτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, κοντά σε οικισμό που έφερε το ίδιο όνομα και καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1769, κατά  τα Ορλωφικά . Σήμερα σώζεται μόνον το κτίσμα του καθολικού της μονής που είχε σχέση με τη μονή της Τσούκας. Είναι ναός σταυροειδής με τρούλο, εξωτερικά διακοσμημένος με κεραμοπλαστική και μια παλαιά τοιχογραφία  του αγίου Ζαχαρία στο υπέρθυρο. Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν αγιογραφίες που διατηρούνται μέχρι και σήμερα, πιθανότατα έργο Λινοτοπιτών και αυτές.
Κτητορική επιγραφή που ήταν τοποθετημένη στο υπέρθυρο της εισόδου του ναού και δυστυχώς δεν υπάρχει, ήταν γραμμένη στα βλάχικα με ελληνικούς χαρακτήρες και το κείμενο της είχε ως εξής : «Κάρι βα σ΄ίντρα τρου αέστα μπισιάρικα σι βα σ΄ινκλίνα κου εβλάβιε Ντουμνινζάου βα λι ατζιούτα – Όποιος  θα μπει σε αυτό το ναό και θα προσκυνήσει με  ευλάβεια, ο Θεός θα τον βοηθήσει».

Μονή Αγίου Νικολάου Κορομηλιάς

Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους στο φαράγγι της Κορομηλιάς, ιδρύθηκε η ιερά Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Αργότερα, το 1716, ο μοναχός Μελέτιος ανέγειρε σε χαμηλότερο σημείο την Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου που άφησε έντονα τα ίχνη της στη διάρκεια των αιώνων στις ευαίσθητες περιοχές των Κορεστείων και της ευρύτερης περιοχής. Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική και στο παρελθόν υπήρχαν αξιόλογες τοιχογραφίες, εικόνες, πολύτιμα κειμήλια και ιερά αντικείμενα. Με τα χρόνια απέκτησε μεγάλη περιουσία σε κτήματα και ζώα, αλλά η πατριωτική δράση των μοναχών και η στήριξη τους στο Μακεδονικό αγώνα, οδήγησαν τους κομιτατζήδες στο να την πυρπολήσουν. Δέος προκαλούν τα ασκηταριά της μονής.

Μονή Αγίου Γεωργίου Επταχωρίου

Η μονή Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου βρίσκεται στους πρόποδες του Τάλιαρου, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από το Επταχώρι. Ο ναός  είναι αθωνικού τύπου, δηλαδή σταυροειδής εγγεγραμμένος με πλάγιες κόγχες και χωρίζεται στον κυρίως ναό και στη λιτή.
Το  καλοδιατηρημένο καθολικό, ένας σταυροειδής τετρακιόνιος ναός με δύο τρούλους, σκεπασμένους με σχιστόλιθο, είναι του 1625. Οι ξεχωριστές τοιχογραφίες εξαιρετικής μεταβυζαντινής τέχνης και πιθανόν έργο Επταχωριτών ζωγράφων ή Λινοτοπιτών, είναι του 1625 στο ναό και του 1632 στο νάρθηκα. Ιδιαίτερα σκαλίσματα με ζώδια θα δείτε στην ξύλινη πόρτα μεταξύ νάρθηκα και ναού. Η μονή είναι πλέον ανενεργή.

Μονή Αγίου Κωνσταντίνου Βογατσικού

Ο ναός χτίστηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από την ανεύρεση της εικόνας του Αγίου το 1882 στην οποία ένας ευσεβής κάτοικος του χωριού οδηγήθηκε με θαυματουργό τρόπο. Στο μέρος που βρέθηκε η εικόνα χτίστηκε αρχικά μικρό εκκλησάκι και με προφορική άδεια χτίστηκε ο ναός. Οι δωρεές σε χωράφια, ζώα και άλλα είδη συντέλεσαν στο να αποκτήσει περιουσία. Ο προσκυνητικός αυτός ναός με τα γύρω κτίσματα, τα οποία ανακαινίζονταν με τις προσφορές των χριστιανών, χρόνο με το χρόνο πήρε μοναστηριακή όψη.  Οι κάτοικοι τον ονόμασαν μονή, ίσως για να προσδώσουν αίγλη και κύρος στο προσκύνημα, αλλά ως μοναστήρι λειτουργεί τα τελευταία μόλις χρόνια.

Μονή Αγίου Γεωργίου Μελανθίου

Στην τοποθεσία Γυαλάδα, σε υψόμετρο 830 μέτρων, λειτουργεί η νεόκοπη μονή του Αγίου Γεωργίου Μελανθίου, η οποία εγκαινιάστηκε στις 19 Ιουλίου 2008.

ΜΟΥΣΕΙΑ 

Βυζαντινό Μουσείο

Στην πλούσια συλλογή του συγκαταλέγονται οι εκπληκτικές βυζαντινές αγιογραφίες που χρονολογούνται από τον 12ο έως και τον 17ο αιώνα, και προέρχονται από τους πολυάριθμους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς της πόλης. Αρκετές εικόνες της συλλογής αποτελούν μοναδικά δείγματα εκκλησιαστικής τέχνης της εποχής και απεικονίζουν μεμονωμένα πρόσωπα ή πολυπρόσωπες σκηνές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι εικόνες του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Νικολάου του 12ου αιώνα και η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα του 14ου αιώνα. Επίσης εκτίθενται συλλογές γλυπτών, ψηφιδωτών, ξυλόγλυπτων και εκκλησιαστικών αντικειμένων. 

Θα το βρείτε στην κορυφή του λόφου της βυζαντινής ακρόπολης (τηλ.: 24670 26781). Ωράριο λειτουργίας: Καθημερινά, εκτός Δευτέρας 08.30 – 15.30

Λαογραφικό Μουσείο

 Η βαριά ξύλινη πόρτα του αυλόγυρου ανοίγει διάπλατα για να αρχίσει η ξενάγηση σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά αρχοντικά της Καστοριάς. 

Το αρχοντικό του εύπορου γουναρά Νεράντζη Αϊβάζη στο Ντολτσό στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο της Καστοριάς, το οποίο θα σας μυήσει στον τρόπο οργάνωσης ενός τυπικού καστοριανού σπιτιού. Χτίστηκε το 1680 και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής. Στο ισόγειο θα δείτε τα κελάρια, όπου γινόταν η αποθήκευση των τροφίμων σε πήλινα πιθάρια, και το ζυμωτάρι, ενώ στον ημιώροφο θα δείτε το εργαστήριο γούνας. 

Ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο, τα ζωγραφιστά ταβάνια, τα εξαιρετικά βιτρό από τη Φλωρεντία και τη Βενετία και οι παλιές φωτογραφίες στο δοξάτο (σαλόνι) κλέβουν τις εντυπώσεις. Τα δωμάτια της οικογένειας ξεχωρίζουν με τα παραδοσιακά έπιπλα, ενώ στο μπάνιο θα δείτε τη μυστική κρύπτη που οδηγούσε από σπίτι σε σπίτι στο βουνό και απ΄ όπου φυγάδευαν τα παιδιά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τη λειτουργία του Μουσείου διαχειρίζεται ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Αρμονία». (τηλ.: 24670 28603, ανοικτό καθημερινά 10.00-17.00 και Κυριακές 11.00- 17.00). 

Το Μουσείο Ενδυματολογίας Καστοριάς 
Χτισμένο στα 1750, το εντυπωσιακό αρχοντικό των Αδελφών Εμμανουήλ στη συνοικία Ντολτσό φιλοξενεί σήμερα το Μουσείο Ενδυματολογίας. Ανάμεσα στα πλούσια εκθέματά του συγκαταλέγονται ανδρικές και γυναικείες παραδοσιακές φορεσιές- των κατοίκων της Καστοριάς- του 17ου αιώνα, παιδικές στολές και γούνες εποχής. Επίσης φιλοξενούνται φορεσιές από τις γύρω περιοχές και μια αξιόλογη συλλογή κοσμημάτων. Τη λειτουργία του Μουσείου διαχειρίζεται ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Αρμονία» (τηλ.: 

24670-28603, ανοικτό κάθε Κυριακή 11.00- 13.00). 

Το Δεληνάνειο Λαογραφικό Μουσείο 
Η καθημερινή ζωή, οι συνήθειες και οι ασχολίες των παλιών Καστοριανών, και ιδιαίτερα των γυναικών, αναβιώνουν στο Δεληνάνειο Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο λειτουργεί από το 1997. Στο ισόγειο του παραδοσιακού οικήματος Δεληνάνη θα θαυμάσετε πολυάριθμα οικιακά σκεύη, κεντήματα, τις πρώτες μηχανές γουναρικής, παλιές φλοκάτες, μπαούλα. Στον επάνω όροφο θα δείτε το δοξάτο, δηλαδή το σαλόνι με τους καναπέδες με τα προσκέφαλα και δεκάδες παλιά αντικείμενα, καθώς και τα δύο υπνοδωμάτια, στα οποία ξεχωρίζουν το μαγκάλι, τα χαμηλά κρεβάτια και αρκετές παραδοσιακές φορεσιές.
Το μουσείο λειτουργεί ο Προοδευτικός Σύλλογος Κυριών Καστοριάς (τηλ.: 24670-28156, ανοικτό Σάββατο & Κυριακή 11.00- 13.00).

Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα

ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 09:30 π.μ.- 14:00 μ.μ.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΛΕΙΣΤΟ
ΤΡΙΤΗ 09:30 π.μ.- 14:00 μ.μ.
ΤΕΤΑΡΤΗ 09:30 π.μ.- 13:00 μ.μ.
ΠΕΜΠΤΗ 09:30 π.μ.- 14:00 μ.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 09:30 π.μ.- 14:00 μ.μ.
ΣΑΒΒΑΤΟ 10:00 π.μ-  13:30 μ.μ.
Τηλ. Επικοινωνίας : 24670.21144 και 6932.198.680



Πρέπει να χρειάστηκαν περί τα 6 εκατομμύρια χρόνια για να φθάσει το σπήλαιο στη σημερινή του μορφή που, βεβαίως, μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο, από όσο έχει εξερευνηθεί μέχρι  τώρα ένα αυθεντικό αριστούργημα αρχιτεκτονικής φύσης που δημιουργήθηκε στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών
Για να γίνουν 2 χιλιοστά ενός σταλακτίτη χρειάζονται 100 χρόνια…!!!

Η ’’Χρυσοσπηλιώτισσα’’Θρύλοι και παραδόσεις

Πριν από πολλούς αιώνες η σπηλιά του δράκου που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας, ήταν ένα χρυσωρυχείο που το φύλαγε άγρυπνα ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς.
Ύστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Η’ ή Ι’ αιώνας), ο πρώτος βασιλιάς της χώρας, ο Κάστορας, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του, Κέλι, ιερέα του θεού Πανός, τους αποκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου, τους εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά.
Τότε ο βασιλιάς υποσχέθηκε μεγάλα δώρα σε αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Πράγματι παρουσιάστηκε ένας νέος που δέχθηκε να αντιμετωπίσει μοναχός του το θηρίο. Ζωσμένος με την πανοπλία του και κρατώντας στα δυνατά του χέρια ένα δόρυ, όρμησε ακάθεκτος κατά του δράκου. Κατά την προσέγγισή του στη σπηλιά ο δράκος εξαγριώθηκε και άρχισε να εκσφενδονίζει φλόγες. Επακολούθησε άγρια μάχη με τον δράκο. Το πρώτο χτύπημα του πολεμιστή ήταν καίριο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του, έτρεμαν οι γύρω βράχοι και ανατάραξαν τα νερά της λίμνης. Ο δράκος σπάραξε και λίγο πριν ξεψυχήσει και πέσει νεκρός πάνω στα νερά της λίμνης, εξακόντισε στο άμοιρο παλικάρι μια γλώσσα δηλητηριώδους φωτιάς. Ο πολεμιστής έβγαλε στο κορμί του αιμοραγούσες φλύκταινες και σε λίγα λεπτά ξεψύχησε στα χέρια των φίλων του.
Το στόμιο της σπηλιάς ελευθερώθηκε και ο Κάστωρας ύστερα από τον θάνατο του παλικαριού, αποφάσισε μαζί με τους υπόλοιπους να εξερευνήσουν το εσωτερικό της σπηλιάς. Με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μη χτυπήσουν στους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλλειψη οξυγόνου. Η πορεία στα έγκατα του βουνού κράτησε ώρες. Σε ένα μέρος όπου η σήραγγα στένευε ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα έσβησε τους δαυλούς και ένα πηχτό σκοτάδι τους σφιχταγκάλιασε όλους. Τρέμοντας μπροστά σε αυτή την απρόσμενη εξέλιξη των πραγμάτων, αμήχανοι και φοβισμένοι, έμεινα εμβρόντητοι, καθώς άκουσαν μια φωνή να τους λέει :
’’Εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα λάσπης που πατάει, θα μετανιώσει. Αλλά και εκείνος που δεν θα πάρει πάλι θα μετανιώσει’’.
Προσπαθώντας να εμβαθύνουν στο νόημα του μπερδεμένου και μυστηριώδους αυτού χρησμού, οι πιο ψύχραιμοι και θαρραλέοι έσκυψαν και γέμισαν τους κόρφους τους με λάσπη. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. Και ύστερα από πολλές ώρες κατόρθωσαν να βρουν την έξοδο και βγήκαν στο φως του ήλιου, βρέθηκαν οι μεν και οι δε μετανιωμένοι
…Εκείνοι που πήραν λίγο, γιατί να μην έπαιρναν περισσότερο και εκείνοι που απέφυγαν να σκύψουν, γιατί να μην πάρουν καθόλου…
Με έκπληξη διαπίστωσαν, πως, η άμμος που κρατούσαν στα χέρια τους ήταν υγρή χρυσόσκονη.
Σε αυτόν τον ωραίο μύθο οφείλεται η πρώτη ονομασία του σπηλαίου, ως ’’Χρυσοσπηλιώτισσα’’ και η σημερινή γνωστή, ως ’’σπηλιά του δράκου’’.
Έτσι, περιγράφει ο λαογράφος Δ. Γιαννούσης (Ακρόπολη, 11-07-1954), την παράδοση, σχετικά με το ’’σπήλαιο του δράκου’’.

Τοποθεσία του σπηλαίου

Σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την Καστοριά, στη Ν.Δ. πλευρά της λίμνης (χερσόνησο ’’Γκορίτσα’’), κοντά στο παρεκκλήσι του Αγ. Νικολάου λίγο πριν την Μονή Παναγίας Μαυριώτισσας, διαπιστώθηκε –τυχαία – για πρώτη φορά από Καστοριανούς συμπολίτες μας το 1953, η ύπαρξη της εισόδου της σπηλιάς του δράκου’’ σε απόσταση 15 μέτρων από τον παραλίμνιο περιφερειακό δρόμο της οδού Σουγγαρίδη.
Το μεγαλύτερο βάθος από την είσοδο φθάνει περίπου τα 500 μέτρα εξερευνημένα, εκ των οποίων μόνο τα 300 μέτρα διαδρομής είναι επισκέψιμα. Στο εσωτερικό του, υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό διάκοσμο. Κατά την διαδρομή ο επισκέπτης θα απολαύσει ένα αυθεντικό αριστούργημα της φύσης, που δημιουργήθηκε στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών με πλούσια διακόσμηση από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Ο διάκοσμος είναι εντυπωσιακός και διακρίνεται για την ομορφιά του και την ποικιλία των σπηλαιοαποθέσεων, ενώ περιλαμβάνει έξι (6) υπόγειες λίμνες με υπόγειο φωτισμό και  τρεις (3) όμορφες κατασκευασμένες γέφυρες  ( 2συμπαγείς και 1 πλωτή). δημιουργώντας μια ανεπανάληπτη εικόνα. Επίσης, υπάρχουν δέκα (10) αίθουσες και πέντε διαδρόμους-σήραγγες. Το σπήλαιο είναι χωρισμένο σε θαλάμους που συνδέονται με διαδρόμους, άλλοτε ανηφορικούς και άλλοτε κατηφορικούς. Η μεγαλύτερη αίθουσα έχει διαστάσεις 45χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα είναι υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν στις λίμνες. Η μέση θερμοκρασία του σπηλαίου κυμαίνεται στους 16-18Ο c και η υγρασία φθάνει τους 85-90ο c.
Στη Σπηλιά του Δράκου, που είναι από τα εντυπωσιακότερα αξιοποιημένα στον Ελλαδικό χώρο, δεν έχουν βρεθεί ίχνη ανθρώπινης παρουσίας, έχουν βρεθεί όμως οστά αρκούδας των σπηλαίων ηλικίας 10.000 ετών. Η σπηλαία άρκτος είναι μια από τις μεγαλύτερες αρκούδες που έχουν ζήσει με βάρος που μπορούσε να φτάσει και μισό τόνο και ύψος περισσότερο από 2,5 μέτρα σε όρθια στάση.

Το ιστορικό των εξερευνήσεων και της αξιοποίησης της ’’σπηλιάς του δράκου’’

Η πρώτη εξερεύνηση της σπηλιάς έγινε το 1963 από τον Τζ. Ζερβουδάκη, μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Ακολούθησαν και άλλες εξερευνήσεις μέχρι το 1966 με επικεφαλής τον σπηλαιολόγο πολιτικό μηχανικό Κώστα Παλληκαρόπουλο και συμμετοχή του Τζ. Ζερβουδάκη. Το 1969 ολοκληρώθηκε από τον Κώστα Παλληκαρόπουλο η εξερεύνης του σπηλαίου και συντάχθηκε η πρώτη χαρτογράφηση και μελέτη της τουριστικής αξιοποίησής του. Οκτώ χρόνια αργότερα (1977) ο έμπειρος σπηλαιολόγος και μέλος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Γιώργος Αβαγιανός μαζί με άλλα μέλη επισκέπτεται, εξερευνεί και φωτογραφίζει το σπήλαιο, ενώ το 1981 μια 10μελής ομάδα Καστοριανών προσκόπων (1η Κοινότητα Ανιχνευτών Καστοριάς-Τοπική Εφορεία Προσκόπων), μπαίνουν και εξερευνούν τη σπηλιά ενώ στη συνέχεια κυκλοφορούν τεύχος με περιγραφή των εμπειριών τους αλλά και φωτογραφικό υλικό, στέλνοντας παράλληλα μηνύματα για την αξιοποίησή του.
Στη συνέχεια και για τέσσερα (4) περίπου χρόνια. Η κατάσταση του σπηλαίου παρέμεινε στάσιμη, ενώ το 1985 επί δημαρχίας του Αποστόλη Πετκανά μπήκε το πρώτο λιθαράκι για την αξιοποίηση της σπηλιάς όταν έγινε η διαμόρφωση του χώρου και διάνοιξης της φυσικής εισόδου αλλά και σφράγισης αυτής με σιδερένια πόρτα, για λόγους επικινδυνότητας, ασφάλειας αλλά και προστασίας, αφού είχαν εντοπιστεί διάφορες καταστροφές από λογής λογής πλιατσικολόγους και επίδοξους ζωγράφους που ασέλγησαν σε βάρος του πανέμορφου σπηλαίου, βεβηλώνοντάς το. Ωστόσο, στα επόμενα δέκα (10) χρόνια, η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη αφού δεν έγινε καμία ουσιαστική ενέργεια για την ανάδειξή του, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Τελικά, το1995, επί δημαρχίας Δημήτρη Παπουλίδη, το θέμα αναθερμάνθηκε ξεκινώντας ουσιαστικές και σοβαρές προσπάθειες, με πολλές βέβαια γραφειοκρατικές διαδικασίες, προκειμένου να κατατεθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση. Οι συντονισμένες αυτές ενέργειες κράτησαν σχεδόν μια 10ετία έτσι ώστε το έργο να διαθέτει την απαραίτητη ωριμότητα για να επιτευχθεί η χρηματοδότησή του. Στα επόμενα επτά (7) χρόνια ακολούθησαν μια σειρά μελετών και εγκρίσεων περιβαλλοντικών όρων από διάφορους φορείς και οργανισμούς, ενώ στις 20 Δεκεμβρίου 2003, σε πανηγυρικό κλίμα ανακοινώνεται η ένταξη χρηματοδότησης του έργου ’’Αξιοποίηση-Ανάδειξη Σπηλιάς του Δράκου στο Γ’ ΚΠΣ (ΠΕΠ Δυτ. Μακεδονίας, με προυπολογισμό 2,630,000 ευρώ. Τρία χρόνια αργότερα (Οκτώβριος 2006) πραγματοποιείται η διαδικασία δημοπρασίας του έργου με την κοινοπραξία ΑΚΡΟΛΙΘΟΣ ΑΤΕ (Σωχόπουλος Α. – Ρούβας Π) και ΤΕΦΕ ΑΤΕ (Τελιγιωρίδης Π.- Φελεκίδης Γ.) να είναι η ανάδοχος εταιρεία του σημαντικού αυτού έργου.
Τον Μάρτιο του 2007, επί δημαρχίας Ιωάννη Τσαμίση, η ανάδοχος εταιρεία πιάνει δουλειά σε ένα από τα ακριβότερα μεν και ταυτόχρονα από τα πιο δύσκολα και επικίνδυνα έργα που έχουν γίνει ποτέ στο νομό Καστοριάς. Σε χρόνο ρεκόρ (16 μήνες), στις 31 Οκτωβρίου 2008, η ανάδοχος εταιρεία παραδίδει το έργο στον Δήμο Καστοριάς . Στη συνέχεια ακολουθούν οι απαιτούμενοι έλεγχοι από το υπουργείο και αφού γίνονται ορισμένες απαραίτητες παρεμβάσεις, ένα χρόνο αργότερα ο Δήμος Καστοριάς παραλαμβάνει την έγκριση άδειας λειτουργίας του σπηλαίου.
Την Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009 (56 χρόνια μετά την ανακάλυψή της) σε πανηγυρική ατμόσφαιρα πραγματοποιούνται από τον Πρόεδρο της Βουλής και βουλευτή Καστοριάς, κ. Φίλιππο Πετσάλνικο και από τον υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού κ. Παύλο Γερουλάνου, τα εγκαίνια της ’’σπηλιάς του Δράκου’’, τοποθετώντας το  και επίσημα στον κατάλογο των επισκέψιμων σπηλαίων της Ελλάδας.

Το μοναδικό αντισεισμικό σπήλαιο στην Ελλάδα

Το πλέον πρωτοποριακό έργο κατασκευής της σπηλιάς του δράκου είναι η στερέωση όλων των οροφών του με αγγυρώσεις, δίνοντας το ισχυρό πλεονέκτημα της αντισεισμικότητάς του, κάτι που δεν διαθέτει κανένα άλλο σπήλαιο στην Ελλάδα. Επίσης, η σπηλιά του δράκου διαθέτει και πολλά ειδικά όργανα μετρήσεων και μηχανήματα,  εξασφαλίζοντας την απόλυτη ασφάλεια στους επισκέπτες.
Τηλ. επικοινωνίας : 2467026777